Ουσιαστικό

επεξεργασία

contribution (en)



  Ετυμολογία

επεξεργασία
contribution < λατινική contributio

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kɔ̃.tʁi.by.sjɔ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
contribution contributions

contribution (fr) θηλυκό

  1. η συνεισφορά
  2. το ποσό ενός φόρου
  3. η προσφορά
  4. η συμβολή
  5. η συντέλεση
  6. η συμμετοχή

Συγγενικά

επεξεργασία