συμβολή
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συμβολή | οι | συμβολές |
γενική | της | συμβολής | των | συμβολών |
αιτιατική | τη | συμβολή | τις | συμβολές |
κλητική | συμβολή | συμβολές | ||
όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- συμβολή < αρχαία ελληνική συμβολή
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
συμβολή θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συμβάλλω, το πνευματικό ή υλικό έργο που κάποιος έκανε στα πλαίσια μιας κοινής ενέργειας ή προσπάθειας
- το σημείο που συναντιούνται και ενώνονται δύο ή περισσότεροι δρόμοι, ποτάμια, αρτηρίες κλπ.
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
συμβολή
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- συμβολή < → λείπει η ετυμολογία
Συν + βολω
ΕπίθετοΕπεξεργασία
συμβολή θηλυκό
- η συνάντηση
- η συναρμολόγηση
- (για τα οστά) η άρθρωση
- ο ρεφενές
- (μεταφορικά) η μάχη