Δείτε επίσης: Διασταύρωση
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διασταύρωση οι διασταυρώσεις
      γενική της διασταύρωσης των διασταυρώσεων
    αιτιατική τη διασταύρωση τις διασταυρώσεις
     κλητική διασταύρωση διασταυρώσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
διασταύρωση < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα διασταύρωσις (μαρτυρείται από το 1861)[1] < ελληνιστική κοινή διασταυρόω / διασταυρῶ (οχυρώνω με φράχτη, με πασσάλους) + -σις > -ση
ΔΦΑ : /ði̯aˈsta.vɾo.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: διασταύρωση
παλιότερος συλλαβισμός: διασταύρωση

Ουσιαστικό

επεξεργασία

διασταύρωση θηλυκό

  1. η τομή ενός δρόμου με άλλον
     συνώνυμα: σταυροδρόμι
  2. συνάντηση ατόμων ή αντικειμένων που κινούνται σε αντίθετες κατευθύνσεις
  3. (κατ’ επέκταση) ο τόπος συνάντησης δύο δρόμων ή ατόμων
  4. (για πληροφορίες) η σύγκριση με άλλες πηγές ώστε να εξακριβωθεί ή να επαληθευθεί η ορθότητα, η αλήθεια κάποιου στοιχείου
  5. (στρατιωτικός όρος) ανταλλαγή πυροβολισμών
  6. (βιολογία)
    α. (για φυλές, λαούς) επιμειξία
     δείτε τη λέξη μιγάς
    β. (για ζώα, φυτά) ένωση διαφορετικών ειδών με αποτέλεσμα τη δημιουργία νέου είδους

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. διασταύρωση, σελ.283, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
  2. διασταύρωση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. «διασταυρώνω» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  • Παρούτσας, Δ., Κ., (2022), Ετυμολογικό και ερμηνευτικό λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας: διασταύρωση, η, ανακτήθηκε στις 4. 6. 2025 από https://paroutsas.gr/lexicon/index.php