τομή
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τομή | οι | τομές |
γενική | της | τομής | των | τομών |
αιτιατική | την | τομή | τις | τομές |
κλητική | τομή | τομές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- τομή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τομή [1] < τέμνω < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *tem- (τέμνω, κόβω)
- έννοια «ανανέωση» < σημασιολογικό δάνειο από τη γερμανική Εinschnitt
- για τη γεωμετρία, σχεδιαγράμματα < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική coupe ή section
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /toˈmi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : το‐μή
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
τομή θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τέμνω
- (μεταφορικά) εκτεταμένη ανανέωση σε κάποιον τομέα
- (ιατρική) η διαίρεση ιστών του σώματος
- (λογοτεχνία) η σύντομη παύση σε κάποιο σημείο κατά την απαγγελία ενός στίχου
- (μαθηματικά)
- (γεωμετρία, σχεδιαγράμματα) το σύνολο κοινών σημείων δύο ή περισσότερων γεωμετρικών αντικειμένων
- η τομή δύο μη παραλλήλων επιπέδων σε τρισδιάστατο ευκλείδειο χώρο είναι μια ευθεία
- (θεωρία συνόλων) δυαδικός τελεστής που δέχεται ως τελεστέους δύο σύνολα και παράγει ως αποτέλεσμα ένα νέο σύνολο με τα κοινά στοιχεία τους
- (γεωμετρία, σχεδιαγράμματα) το σύνολο κοινών σημείων δύο ή περισσότερων γεωμετρικών αντικειμένων
- (πληροφορική: βάσεις δεδομένων, στη σχεσιακή άλγεβρα) ειδική περίπτωση της θεωρίας συνόλων, όπου τα σύνολα είναι οι σχέσεις, οι οποίες περιέχουν ως στοιχεία πλειάδες[2]
Επεξεργασία
Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία
- τομή στη Βικιπαίδεια
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
τομή
|
μαθηματικά - τομή συνόλων - βάσεις δεδομένων
Επεξεργασία
- ↑ «τομή» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ Ευαγγελία Πιτουρά, «Το Σχεσιακό Μοντέλο και η Σχεσιακή Άλγεβρα», σελ. 60 και 64, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Προσπέλαση 2020-02-04