Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σχεδιάγραμμα τα σχεδιαγράμματα
      γενική του σχεδιαγράμματος των σχεδιαγραμμάτων
    αιτιατική το σχεδιάγραμμα τα σχεδιαγράμματα
     κλητική σχεδιάγραμμα σχεδιαγράμματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σχεδιάγραμμα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σχεδιάγραμμα ουδέτερο

  1. γραφική παράσταση, υπό κλίμακα, ενός ανοιχτού ή κλειστού χώρου
    το σχεδιάγραμμα ένος σπιτιού
  2. καταγραφή των κύριων σημείων ενός κειμένου πριν από την τελική του επεξεργασία
    το σχεδιάγραμμα της έκθεσης

  Μεταφράσεις επεξεργασία