↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σχεδιάγραμμα τα σχεδιαγράμματα
      γενική του σχεδιαγράμματος των σχεδιαγραμμάτων
    αιτιατική το σχεδιάγραμμα τα σχεδιαγράμματα
     κλητική σχεδιάγραμμα σχεδιαγράμματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σχεδιάγραμμα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σχεδιάγραμμα ουδέτερο

  1. γραφική παράσταση, υπό κλίμακα, ενός ανοιχτού ή κλειστού χώρου
    ⮡  το σχεδιάγραμμα ένος σπιτιού
  2. καταγραφή των κύριων σημείων ενός κειμένου πριν από την τελική του επεξεργασία
    ⮡  το σχεδιάγραμμα της έκθεσης

  Μεταφράσεις

επεξεργασία