Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈaʊtlaɪn/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
outline outlines

outline (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  1. το σχεδιάγραμμα, το διάγραμμα, μια περιγραφή των κύριων γεγονότων ή σημείων κάτι
    ⮡  the outline of the essay - το σχεδιάγραμμα της έκθεσης
    ⮡  the outline of a lecture/a play - το διάγραμμα μιας διάλεξης/ενός θεατρικού έργου
    ⮡  He gave me a general outline of his plans.
    Μου έδωσε ένα γενικό διάγραμμα των σχεδίων του.
  2. το περίγραμμα
ενεστώτας outline
γ΄ ενικό ενεστώτα outlines
αόριστος outlined
παθητική μετοχή outlined
ενεργητική μετοχή outlining

outline (en)

  1. σχεδιάζω περίγραμμα
  2. σκιαγραφώ
  3. συνοψίζω
     συνώνυμα: summarize