Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

συνοψίζω < αρχαία ελληνική συνοψίζω

  Ρήμα επεξεργασία

συνοψίζω (παθητική φωνή: συνοψίζομαι)

  • εκθέτω συνοπτικά, συγκεφαλαιώνω
    Mπορώ να συνοψίσω τις απόψεις μου στα εξής τρία σημεία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

συνοψίζω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

συνοψίζω