summarize
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | summarize |
γ΄ ενικό ενεστώτα | summarizes |
αόριστος | summarized |
παθητική μετοχή | summarized |
ενεργητική μετοχή | summarizing |
Ρήμα
επεξεργασίαsummarize (en)
ενεστώτας | summarize |
γ΄ ενικό ενεστώτα | summarizes |
αόριστος | summarized |
παθητική μετοχή | summarized |
ενεργητική μετοχή | summarizing |
summarize (en)