ενεστώτας sum up
γ΄ ενικό ενεστώτα sums up
αόριστος summed up
παθητική μετοχή summed up
ενεργητική μετοχή summing up

  Ετυμολογία

επεξεργασία
sum up < → δείτε τις λέξεις sum και up

sum up (en)

  • συνοψίζω
    ⮡  I can sum up my point of view in the following three points.
    Μπορώ να συνοψίσω τις απόψεις μου στα εξής τρία σημεία.
     συνώνυμα: summarize