Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
sum sums

sum (en)

  1. ένα χρηματικό ποσό
    ⮡  The donor endowed the new foundation with a respectable sum.
    Ο δωρητής προίκισε το νέο ίδρυμα με ένα σεβαστό ποσό.
  2. (μαθηματικά) το άθροισμα
    ⮡  The sum of the numbers 3 and 4 is 7.
    Το άθροισμα των αριθμών 3 και 4 είναι 7.
  3. (συνήθως ενικός) το άθροισμα, όλα από κάτι
    ⮡  The sum of private interests does not always coincide with the national interest.
    Το άθροισμα των ιδιωτικών συμφερόντων δε συμπίπτει πάντα με το εθνικό συμφέρον.

sum (en)

  • → δείτε το phrasal verb sum up



  Ετυμολογία

επεξεργασία
sum < (πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα) *h₁ésmi (είμαι). Συγγενή: (αρχαία ελληνική) εἰμί και (σανσκριτικά) अस्मि (ásmi)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sum/
 

sum (la)

  1. είμαι
  2. υπάρχω