Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

sum < (πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα) *h₁ésmi (είμαι). Συγγενή: (αρχαία ελληνική) εἰμί και (σανσκριτικά) अस्मि (ásmi)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /sum/
 

  Ρήμα επεξεργασία

sum (la)

  1. είμαι
  2. υπάρχω

Κλίση επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

sum (en)

  1. (μαθηματικά) το άθροισμα
    1. ένα μαθηματικό πρόβλημα που δίνεται προς λύση σε ένα μαθητή
    2. ένα χρηματικό ποσό
      a sum of money
  2. η κεντρική ιδέα
  3. η σύνοψη ενός κειμένου

  Ρήμα επεξεργασία

sum (en)

  1. αθροίζω
  2. συνοψίζω

Συνώνυμα επεξεργασία

  1. add
  2. summarise (ΗΒ), summarize

Παράγωγα επεξεργασία