απών
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | απών & απόντας |
η | απούσα | το | απόν |
γενική | του | απόντος & απόντα |
της | απούσας & απούσης* |
του | απόντος |
αιτιατική | τον | απόντα | την | απούσα | το | απόν |
κλητική | απών & απόντα |
απούσα | απόν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | απόντες | οι | απούσες | τα | απόντα |
γενική | των | απόντων | των | απουσών | των | απόντων |
αιτιατική | τους | απόντες | τις | απούσες | τα | απόντα |
κλητική | απόντες | απούσες | απόντα | |||
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ών, -οῦσα, -όν Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'παρών', Κατηγορία όπως «παρών» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- απών < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπών, μετοχή ενεστώτα του ρήματος ἄπειμι
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /aˈpon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πών
- ομόηχο: απόν
ΜετοχήΕπεξεργασία
απών, -ούσα, -όν
- που απουσιάζει από κάπου, π.χ. κάποια συνάθροιση, ενώ θα έπρεπε ή αναμενόταν να είναι εκεί
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «απών» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «απών» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- «απών» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.