άθροισμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- άθροισμα < αθροίζω < αθρόος (: άφθονος, μαζικός)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαάθροισμα ουδέτερο
- το αποτέλεσμα της μαθηματικής πράξης, κατά την οποία προστίθενται δύο ή περισσότεροι αριθμοί, μεγέθη, ποσότητες, διανύσματα κλπ
- το 10 είναι το άθροισμα του 6 και του 4
- το αποτέλεσμα που προκύπτει, όταν προσθέτομε μετρήσιμα στοιχεία σε καταμέτρηση
- το άθροισμα των ψήφων
- το σύνολο των στοιχείων που συνδέονται εξωτερικά, χωρίς να χάνει το καθένα την αυτονομία και την ατομικότητά του