αθροιστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αθροιστικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀθροιστικός < ἀθροίζω (συγκεντρώνω)
- για σύγχρονους όρους < σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική adding[1]
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.θɾi.stiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐θροι‐στι‐κός
Επίθετο
επεξεργασία
αθροιστικός
- σχετικός με την άθροιση
- αθροιστικό λάθος
- (γραμματική) περιληπτικός
- αθροιστικό ή περιληπτικό ουσιαστικό
- το αθροιστικό πρόθημα ἁ- της αρχαίας ελληνικής
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αθροιστικός
|
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ αθροιστικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας