ενεστώτας add
γ΄ ενικό ενεστώτα adds
αόριστος added
παθητική μετοχή added
ενεργητική μετοχή adding

  Ετυμολογία

επεξεργασία
add < λατινική addere < ad + dare

add (en)

  1. (μεταβατικό) προσθέτω, βάζω κάτι επιπλέον σε κάτι που ήδη υπάρχει και το αυξάνω
    Add a little salt to the food.
    Πρόσθεσε λίγο αλάτι στο φαΐ.
    The new building regulations allowed them to add one more floor to buildings in the area.
    Ο νέος οικοδομικός κανονισμός τούς επέτρεψε να προσθέσουν έναν ακόμη όροφο στις οικοδομές της περιοχής.
    An additional provision was added to the law by amendment.
    Με τροπολογία προστέθηκε μια συμπληρωματική διάταξη στο νόμο.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) προσθέτω, αθροίζω με συγκεκριμένο τρόπο δύο ή περισσότερους αριθμούς
    We are adding the expenses and subtracting them from the revenue.
    Προσθέτουμε τα έξοδα και τα αφαιρούμε από τα έσοδα.
    The individual amounts are added (together).
    Αθροίζονται τα επί μέρους ποσά.
     συνώνυμα: add up
  3. (μεταβατικό) προσθέτω, αναφέρω κάτι επιπλέον
    I don’t have anything to add to what I’ve said.
    Δεν έχω τίποτα να προσθέσω σε όσα έχω πει.
    ”Despite everything I’m optimistic,” he added.
    «Παρ΄ όλα αυτά είμαι αισιόδοξος», πρόσθεσε.

Παράγωγα

επεξεργασία