ενεστώτας add
γ΄ ενικό ενεστώτα adds
αόριστος added
παθητική μετοχή added
ενεργητική μετοχή adding

  Ετυμολογία

επεξεργασία
add < λατινική addere < ad + dare

add (en)

  1. (μεταβατικό) προσθέτω, βάζω κάτι επιπλέον σε κάτι που ήδη υπάρχει και το αυξάνω
    ⮡  Add a little salt to the food.
    Πρόσθεσε λίγο αλάτι στο φαΐ.
    ⮡  The new building regulations allowed them to add one more floor to buildings in the area.
    Ο νέος οικοδομικός κανονισμός τούς επέτρεψε να προσθέσουν έναν ακόμη όροφο στις οικοδομές της περιοχής.
    ⮡  An additional provision was added to the law by amendment.
    Με τροπολογία προστέθηκε μια συμπληρωματική διάταξη στο νόμο.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) προσθέτω, αθροίζω με συγκεκριμένο τρόπο δύο ή περισσότερους αριθμούς
    ⮡  We are adding the expenses and subtracting them from the revenue.
    Προσθέτουμε τα έξοδα και τα αφαιρούμε από τα έσοδα.
    ⮡  The individual amounts are added (together).
    Αθροίζονται τα επί μέρους ποσά.
     συνώνυμα: add up
  3. (μεταβατικό) προσθέτω, συμπληρώνω, αναφέρω κάτι επιπλέον
    ⮡  I don’t have anything to add to what I’ve said.
    Δεν έχω τίποτα να προσθέσω σε όσα έχω πει.
    ⮡  ”Despite everything I’m optimistic,” he added.
    «Παρ΄ όλα αυτά είμαι αισιόδοξος», πρόσθεσε.
    ⮡  Will you allow me to interrupt you for a minute so I can add something?
    Μου επιτρέπεις να σε διακόψω ένα λεπτό, για να συμπληρώσω κάτι;
    ⮡  He is a good kid, said the father, and a good student, added the mother.
    Είναι καλό παιδί, είπε ο πατέρας, και καλός μαθητής, συμπλήρωσε η μητέρα.

Παράγωγα

επεξεργασία