add
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | add |
γ΄ ενικό ενεστώτα | adds |
αόριστος | added |
παθητική μετοχή | added |
ενεργητική μετοχή | adding |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαadd (en)
- (μεταβατικό) προσθέτω, βάζω κάτι επιπλέον σε κάτι που ήδη υπάρχει και το αυξάνω
- ↪ Add a little salt to the food.
- Πρόσθεσε λίγο αλάτι στο φαΐ.
- ↪ The new building regulations allowed them to add one more floor to buildings in the area.
- Ο νέος οικοδομικός κανονισμός τούς επέτρεψε να προσθέσουν έναν ακόμη όροφο στις οικοδομές της περιοχής.
- ↪ An additional provision was added to the law by amendment.
- Με τροπολογία προστέθηκε μια συμπληρωματική διάταξη στο νόμο.
- ↪ Add a little salt to the food.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) προσθέτω, αθροίζω με συγκεκριμένο τρόπο δύο ή περισσότερους αριθμούς
- (μεταβατικό) προσθέτω, αναφέρω κάτι επιπλέον
- ↪ I don’t have anything to add to what I’ve said.
- Δεν έχω τίποτα να προσθέσω σε όσα έχω πει.
- ↪ ”Despite everything I’m optimistic,” he added.
- «Παρ΄ όλα αυτά είμαι αισιόδοξος», πρόσθεσε.
- ↪ I don’t have anything to add to what I’ve said.