ενεστώτας dare
γ΄ ενικό ενεστώτα dares
αόριστος dared
παθητική μετοχή dared
ενεργητική μετοχή daring

dare (en)

  1. τολμάω, είμαι αρκετά γενναίος για να κάνω κάτι
    ⮡  He doesn’t dare stand up to his wife.
    Δεν τολμάει ν' αντισταθεί στη γυναίκα του.
    ⮡  He loves her but doesn’t dare talk to her.
    Την αγαπάει αλλά δεν τολμά να της μιλήσει.
  2. (μεταβατικό) προκαλώ, πείθω κάποιον να κάνει κάτι επικίνδυνο, δύσκολο ή ενοχλητικό για να δείξει ότι δεν φοβάται
    ⮡  I dare you to say it again.
    Σε προκαλώ να το ξαναπείς.
    ⮡  Come on, hit me, I dare you.
    Εμπρός, λοιπόν, χτύπα με, σε προκαλώ.

Εκφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
dare < λατινική dare

  Προφορά

επεξεργασία
 

dare (it)



dare (la)