Ετυμολογία

επεξεργασία

συμπληρώνω (παθητική φωνή: συμπληρώνομαι)

  1. προσθέτω περιεχόμενο σε κάτι ελλιπές, ώστε να ολοκληρωθεί
  2. προσθέτω πληροφορίες σε μια αίτηση, έντυπο ή έγγραφο

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία