fill out
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | fill out |
γ΄ ενικό ενεστώτα | fills out |
αόριστος | filled out |
παθητική μετοχή | filled out |
ενεργητική μετοχή | filling out |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαfill out (en)
- συμπληρώνω μια φόρμα ή ερωτηματολόγιο με ζητούμενες πληροφορίες