Αγγλικά (en)Επεξεργασία

  ΕπίρρημαΕπεξεργασία

out (en)

  1. έξω, έξω από χώρο ή κτήριο
    I went out of the store
    Βγήκα έξω από το μαγαζί
    It was sunny so I went out
    Είχε λιακάδα κι έτσι βγήκα έξω
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη outside
     αντώνυμα: in
  2. (αθλητισμός, μπέιζμπολ) όταν ένας παίκτης της ομάδας η οποία έχει σειρά την επίθεση, τίθεται «έξω παιχνιδιού» (πχ. αποτυχαίνει στο χτύπημα της μπάλας ή δεν προλαβαίνει να φτάσει σε μία από τις «βάσεις» πριν τον αγγίξει με την μπάλα ένας παίκτης της άλλης ομάδας)
  3. για ομοφυλόφιλο άτομο που έχει κάνει outing αποκαλύπτοντας την ομοφυλοφιλία του

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία



Γαλλικά (fr)Επεξεργασία

  ΕπίρρημαΕπεξεργασία

out (fr)