out
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαout (en) (χωρίς παραθετικά)
Επίρρημα
επεξεργασίαout (en) (χωρίς παραθετικά)
- έξω, μακριά από το εσωτερικό ενός μέρους ή ενός πράγματος
- για άτομα που λείπουν ή δεν βρίσκονται στο σπίτι ή την εργασία τους
- έξω, χρησιμοποιείται για να δείξει ότι κάτι ή κάποιος απομακρύνεται από ένα μέρος, μια δουλειά κτλ.
- ↪ They took/rushed/threw him out.
- Τον πήγαν/όρμησαν/πέταξαν έξω.
- ↪ They took/rushed/threw him out.
- εξαντλώ, χρησιμοποιείται για να δείξει ότι κάποιος ή κάτι δεν έχει τίποτα από κάτι
- ↪ Our supplies are out.
- Οι προμήθειές μας εξαντλήθηκαν.
- ↪ Our supplies are out.
- καθαρά και δυνατά για να μπορούν οι άνθρωποι να ακούν και να βλέπουν
- ↪ He spoke out.
- Μίλησε καθαρά/δυνατά.
- ↪ Out with it!
- Πες το! Μιλά καθαρά!
- ↪ I am standing out.
- ↪ He spoke out.
- μακριά, πέρα, που είναι μεγάλη ή συγκεκριμένη απόσταση από ένα μέρος ή από ξηρά
- βγαίνω, μαθαίνομαι, εκδίδομαι, κάτι είναι διαθέσιμο σε όλους ή γνωστό σε όλους
- ↪ The revised edition isn’t out yet.
- Η αναθεωρημένη έκδοση δε βγήκε ακόμα.
- ↪ When his secret was out…
- Όταν βγήκε στη φορά το μυστικό του…
- ↪ The secret is out.
- Το μυστικό μαθεύτηκε.
- ↪ His new book is out.
- Εκδόθηκε το νέο του βιβλίο.
- ↪ The revised edition isn’t out yet.
- υποχωρεί, για την παλίρροια που βρίσκεται στο ή προς το χαμηλότερο σημείο της στην ξηρά
- βγαίνει, προβάλλει, για τον ήλιο, το φεγγάρι ή τα αστέρια, είναι ορατά από τη γη και δεν κρύβονται από τα σύννεφα
- ↪ The moon is not out yet.
- Δε βγήκε ακόμα το φεγγάρι.
- ↪ The sun was out.
- Πρόβαλε ο ήλιος.
- ↪ The moon is not out yet.
- βγαίνει, ανοίγει, για φυτά ή λουλούδια
- ↪ Strawberries aren’t out yet.
- Δεν βγήκαν οι φράουλες ακόμα.
- ↪ The new roses are just out.
- Μόλις βγήκαν/άνοιξαν τα νέα τριαντάφυλλα.
- ↪ Strawberries aren’t out yet.
- (αθλητισμός, μπέιζμπολ) όταν ένας παίκτης της ομάδας η οποία έχει σειρά την επίθεση, τίθεται «έξω παιχνιδιού» (πχ. αποτυχαίνει στο χτύπημα της μπάλας ή δεν προλαβαίνει να φτάσει σε μία από τις «βάσεις» πριν τον αγγίξει με την μπάλα ένας παίκτης της άλλης ομάδας)
- (αθλητισμός) άουτ, καταδεικνύει πως η μπάλα βγήκε εκτός ορίων
- ↪ The ball went out.
- Η μπάλα βγήκε άουτ.
- ↪ The ball went out.
- έξω, που δεν είναι σωστό ή ακριβές, είναι λάθος
- σβήνω, για φωτιά, φώτα ή υλικά που καίγονται που δεν καίγονται πια
- ↪ The fire is out.
- Η φωτιά έσβησε.
- ↪ The fire is out.
- βγαίνει, τελειώνει, σε ένα τέλος
- μέχρι τέλους, πολύ, εντελώς
- ↪ We fought it out.
- Αγωνιστήκαμε μέχρι τέλους.
- ↪ It tired me out.
- Με κούρασε πολύ.
- ↪ We fought it out.
Σύνθετα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΠρόθεση
επεξεργασίαout (en)
- έξω από, από, εκτός, μακριά από το εσωτερικό ενός μέρους ή ενός πράγματος
- (out of) εκτός, για άτομα που λείπουν ή όχι από το σπίτι ή την εργασίας τους
- (out of) από, χρησιμοποιείται για να δείξει από πού προέρχεται κάτι
- (out of) από, χρησιμοποιείται για να δείξει από τι είναι φτιαγμένο κάτι
- (out of) εκτός, χρησιμοποιείται για να δείξει ότι κάποιος ή κάτι δεν βρίσκεται σε συγκεκριμένη κατάσταση
- ↪ out of order - εκτός σειράς
- ↪ out of service/order - έκτος υπηρεσίας
- ↪ out of danger - έκτος κινδύνου
- ↪ out of circulation - εκτός κυκλοφορίας
- ↪ out of season - εκτός εποχής
- (out of) εκτός, χρησιμοποιείται για να δείξει ότι κάποιος δεν εμπλέκεται πλέον σε κάτι
- ↪ out of combat - εκτός μάχης
- (out of) εκτός, που είναι μεγάλη ή συγκεκριμένη απόσταση από ένα μέρος ή από ξηρά
- ↪ out of shooting range - εκτός πεδίου βολής πεδίο
- (out of) από, χρησιμοποιείται για να δείξει τον λόγο για τον οποίο γίνεται κάτι
- ↪ She let him free out of mercy.
- Τον άφησε ελεύθερο από οίκτο.
- ↪ I did it out of friendship.
- Το έκανα από φιλία.
- ↪ out of jealousy/love/hatred/curiosity - από ζήλεια/αγάπη/μίσος/περιέργεια
- ↪ She let him free out of mercy.
- (out in/out by) έξω, που δεν είναι σωστό ή ακριβές, είναι λάθος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
out | outs |
out (en)
- το άουτ
- ↪ The out was due to the football player’s hastiness.
- Το άουτ οφειλόταν στην βιασύνη του ποδοσφαιριστή.
- ↪ The out was due to the football player’s hastiness.
Πηγές
επεξεργασία- out (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- out (adverb, preposition) - Oxford Learner's Dictionaries
- out (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- out (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 162, 497. ISBN 9780194325684., λήμμα: βγαίνω, λείπω
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford English-Greek Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 359-360. ISBN 9780194325677., λήμμα: out
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαout (fr)