out
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ΕπίρρημαΕπεξεργασία
out (en)
- έξω, έξω από χώρο ή κτήριο
- (αθλητισμός, μπέιζμπολ) όταν ένας παίκτης της ομάδας η οποία έχει σειρά την επίθεση, τίθεται «έξω παιχνιδιού» (πχ. αποτυχαίνει στο χτύπημα της μπάλας ή δεν προλαβαίνει να φτάσει σε μία από τις «βάσεις» πριν τον αγγίξει με την μπάλα ένας παίκτης της άλλης ομάδας)
- για ομοφυλόφιλο άτομο που έχει κάνει outing αποκαλύπτοντας την ομοφυλοφιλία του
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
ΕπίρρημαΕπεξεργασία
out (fr)