Επίθετο

επεξεργασία

out (en) (χωρίς παραθετικά)

  • (ανεπίσημο) για ομοφυλόφιλο άτομο που έχει κάνει outing αποκαλύπτοντας την ομοφυλοφιλία του

  Επίρρημα

επεξεργασία

out (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. έξω, μακριά από το εσωτερικό ενός μέρους ή ενός πράγματος
    ⮡  It was sunny so I went out.
    Είχε λιακάδα κι έτσι βγήκα έξω.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη outside
     αντώνυμα: in
  2. για άτομα που λείπουν ή δεν βρίσκονται στο σπίτι ή την εργασία τους
    ⮡  I will be out for 5 minutes.
    Θα λείψω για 5 λεπτά.
    ⮡  How many students are out today?
    Πόσοι μαθητές λείπουν σήμερα;
     συνώνυμα: away
  3. έξω, χρησιμοποιείται για να δείξει ότι κάτι ή κάποιος απομακρύνεται από ένα μέρος, μια δουλειά κτλ.
    ⮡  They took/rushed/threw him out.
    Τον πήγαν/όρμησαν/πέταξαν έξω.
  4. εξαντλώ, χρησιμοποιείται για να δείξει ότι κάποιος ή κάτι δεν έχει τίποτα από κάτι
    ⮡  Our supplies are out.
    Οι προμήθειές μας εξαντλήθηκαν.
  5. καθαρά και δυνατά για να μπορούν οι άνθρωποι να ακούν και να βλέπουν
    ⮡  He spoke out.
    Μίλησε καθαρά/δυνατά.
    ⮡  Out with it!
    Πες το! Μιλά καθαρά!
    ⮡  I am standing out.
    Ξεχωρίζω.
  6. μακριά, πέρα, που είναι μεγάλη ή συγκεκριμένη απόσταση από ένα μέρος ή από ξηρά
    ⮡  He’s out in the country.
    Είναι μακριά στην εξοχή.
    ⮡  It’s out there.
    Είναι εκεί πέρα.
    ⮡  She lives out in America.
    Ζει πέρα στην Αμερική.
    ⮡  out at sea - στ' ανοιχτά/στο πέλαγος
  7. βγαίνω, μαθαίνομαι, εκδίδομαι, κάτι είναι διαθέσιμο σε όλους ή γνωστό σε όλους
    ⮡  The revised edition isn’t out yet.
    Η αναθεωρημένη έκδοση δε βγήκε ακόμα.
    ⮡  When his secret was out
    Όταν βγήκε στη φορά το μυστικό του…
    ⮡  The secret is out.
    Το μυστικό μαθεύτηκε.
    ⮡  His new book is out.
    Εκδόθηκε το νέο του βιβλίο.
  8. υποχωρεί, για την παλίρροια που βρίσκεται στο ή προς το χαμηλότερο σημείο της στην ξηρά
    ⮡  The tide is out.
    Η παλίρροια υποχωρεί.
     αντώνυμα: in
  9. βγαίνει, προβάλλει, για τον ήλιο, το φεγγάρι ή τα αστέρια, είναι ορατά από τη γη και δεν κρύβονται από τα σύννεφα
    ⮡  The moon is not out yet.
    Δε βγήκε ακόμα το φεγγάρι.
    ⮡  The sun was out.
    Πρόβαλε ο ήλιος.
  10. βγαίνει, ανοίγει, για φυτά ή λουλούδια
    ⮡  Strawberries aren’t out yet.
    Δεν βγήκαν οι φράουλες ακόμα.
    ⮡  The new roses are just out.
    Μόλις βγήκαν/άνοιξαν τα νέα τριαντάφυλλα.
  11. (αθλητισμός, μπέιζμπολ) όταν ένας παίκτης της ομάδας η οποία έχει σειρά την επίθεση, τίθεται «έξω παιχνιδιού» (πχ. αποτυχαίνει στο χτύπημα της μπάλας ή δεν προλαβαίνει να φτάσει σε μία από τις «βάσεις» πριν τον αγγίξει με την μπάλα ένας παίκτης της άλλης ομάδας)
  12. (αθλητισμός) άουτ, καταδεικνύει πως η μπάλα βγήκε εκτός ορίων
    ⮡  The ball went out.
    Η μπάλα βγήκε άουτ.
  13. έξω, που δεν είναι σωστό ή ακριβές, είναι λάθος
    ⮡  You aren’t far out.
    Δεν έχεις πέσει πολύ έξω.
     συνώνυμα: off
  14. σβήνω, για φωτιά, φώτα ή υλικά που καίγονται που δεν καίγονται πια
    ⮡  The fire is out.
    Η φωτιά έσβησε.
  15. βγαίνει, τελειώνει, σε ένα τέλος
    ⮡  The month is nearly out.
    Κοντεύει να βγει ο μήνας.
    ⮡  before the year is out - πριν βγει ο χρόνος
    ⮡  before the week is out - πριν τελειώσει η βδομάδα
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη over
  16. μέχρι τέλους, πολύ, εντελώς
    ⮡  We fought it out.
    Αγωνιστήκαμε μέχρι τέλους.
    ⮡  It tired me out.
    Με κούρασε πολύ.

Εκφράσεις

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Πρόθεση

επεξεργασία

out (en)

  1. έξω από, από, εκτός, μακριά από το εσωτερικό ενός μέρους ή ενός πράγματος
    ⮡  I went out (of) the store.
    Βγήκα έξω από το μαγαζί.
    ⮡  He jumped out of bed./
    He jumped out the bed. (ανεπίσημο)
    Πήδηξε από το κρεβάτι.
    ⮡  out of Greece - εκτός Ελλάδος
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη outside
     αντώνυμα: in
  2. (out of) εκτός, για άτομα που λείπουν ή όχι από το σπίτι ή την εργασίας τους
    ⮡  He is out of office.
    Είναι εκτός γραφείου.
    ⮡  I would tell your friend to come, too, but I heard that she is out of town.
    Θα έλεγα και στην φίλη σου να έρθει αλλά άκουσα ότι είναι έκτος πόλης.
    ⮡  He is out of town.
    Λείπει από την πόλη.
     συνώνυμα: away from
  3. (out of) από, χρησιμοποιείται για να δείξει από πού προέρχεται κάτι
    ⮡  I am drinking out of a glass.
    Πίνω από ένα ποτήρι.
    ⮡  They copied out of the book.
    Αντέγραψαν από το βιβλίο.
     συνώνυμα: from
  4. (out of) από, χρησιμοποιείται για να δείξει από τι είναι φτιαγμένο κάτι
    ⮡  out of wood/steel - από ξύλο/ατσάλι
    ⮡  What material will you make the kitchen cabinets out of?
    Από τι υλικό θα φτιάξεις τα ντουλάπια της κουζίνας;
     συνώνυμα: of
  5. (out of) εκτός, χρησιμοποιείται για να δείξει ότι κάποιος ή κάτι δεν βρίσκεται σε συγκεκριμένη κατάσταση
    ⮡  out of order - εκτός σειράς
    ⮡  out of service/order - έκτος υπηρεσίας
    ⮡  out of danger - έκτος κινδύνου
    ⮡  out of circulation - εκτός κυκλοφορίας
    ⮡  out of season - εκτός εποχής
  6. (out of) εκτός, χρησιμοποιείται για να δείξει ότι κάποιος δεν εμπλέκεται πλέον σε κάτι
    ⮡  out of combat - εκτός μάχης
  7. (out of) εκτός, που είναι μεγάλη ή συγκεκριμένη απόσταση από ένα μέρος ή από ξηρά
    ⮡  out of shooting range - εκτός πεδίου βολής πεδίο
  8. (out of) από, χρησιμοποιείται για να δείξει τον λόγο για τον οποίο γίνεται κάτι
    ⮡  She let him free out of mercy.
    Τον άφησε ελεύθερο από οίκτο.
    ⮡  I did it out of friendship.
    Το έκανα από φιλία.
    ⮡  out of jealousy/love/hatred/curiosity - από ζήλεια/αγάπη/μίσος/περιέργεια
  9. (out in/out by) έξω, που δεν είναι σωστό ή ακριβές, είναι λάθος
    ⮡  I was out in my calculations.
    Έπεσα έξω στους υπολογισμούς μου.
     συνώνυμα: off

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
out outs

out (en)

  • το άουτ
    ⮡  The out was due to the football player’s hastiness.
    Το άουτ οφειλόταν στην βιασύνη του ποδοσφαιριστή.



  Επίρρημα

επεξεργασία

out (fr)