δυνατά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαδυνατά < δυνατός
Επίρρημα
επεξεργασίαδυνατά
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαδυνατά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του δυνατό
δυνατά < δυνατός
δυνατά
δυνατά