Ετυμολογία

επεξεργασία

δυνατά < δυνατός

  Επίρρημα

επεξεργασία

δυνατά

  1. με δύναμη
  2. (για ήχο) με ένταση
    φώναζε δυνατά για να τον ακούσουν

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

δυνατά