Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
strongly
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά (en)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίρρημα
1.2.1
Άλλες μορφές
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
strongly
<
strong
+
-ly
Επίρρημα
επεξεργασία
strongly
(en)
δυνατά
↪
He entered the match
strongly
with a goal.
(Αυτός) μπήκε στον αγώνα
δυνατά
με γκολ.
Άλλες μορφές
επεξεργασία
strong