strongly
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαstrongly (en)
- δυνατά
- ⮡ He entered the match strongly with a goal.
- (Αυτός) μπήκε στον αγώνα δυνατά με γκολ.
- ⮡ He entered the match strongly with a goal.
strongly (en)