Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
loudly
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά
(en)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίρρημα
1.3
Πηγές
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
παραθετικά
θετικός
loudly
συγκριτικός
more
loudly
υπερθετικός
most
loudly
Ετυμολογία
επεξεργασία
loudly
<
loud
+
-ly
Επίρρημα
επεξεργασία
loudly
(en)
δυνατά
, με τρόπο που κάνει πολύ θόρυβο
⮡
Don’t yell so
loudly
.
Μην φωνάζεις τόσο
δυνατά
.
⮡
He blew his nose
loudly
.
Φύσηξε
δυνατά
τη μύτη του.
⮡
The dog yelped
loudly
when I stepped on his paw.
Ο σκύλος γάβγισε
δυνατά
όταν το πάτησα το πόδι.
≈
συνώνυμα
:
loud
≠
αντώνυμα
:
softly
Πηγές
επεξεργασία
loudly
-
Oxford Learner's Dictionaries