be out to
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαbe out to (en)
- (ιδιωματισμός) πηγαίνω να, βάλθηκα να
- ⮡ I am not out to change the world.
- Δεν πηγαίνω να αλλάξω τον κόσμο.
- ⮡ They are out to change the world.
- Έχουν βαλθεί να αλλάξουν τον κόσμο.
- ≈ συνώνυμα: be out for
- ⮡ I am not out to change the world.
Πηγές
επεξεργασία- out (idioms): be out for something/to do something - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 153, 699-700. ISBN 9780194325684., λήμμα: βάζω, πηγαίνω