be
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | be |
γ΄ ενικό ενεστώτα | is |
αόριστος | was, were |
παθητική μετοχή | been |
ενεργητική μετοχή | being |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα | |
α' ενικό ενεστώτα: am, β' ενικό ενεστώτα και α'/β'/γ' πληθυντικό ενεστώτα: are |
Ετυμολογία
επεξεργασίαbe < μέση αγγλική been < αγγλοσαξονική beon
Ρήμα
επεξεργασίαbe (en)
- είμαι, έχω, γίνομαι, χρησιμοποιείται για να ονομάσει πρόσωπα ή πράγματα, να τα περιγράψει ή να δώσει περισσότερες πληροφορίες για αυτά
- ⮡ Today is Monday.
- Σήμερα είναι Δευτέρα.
- ⮡ Who are you?
- Ποιος είσαι;
- ⮡ I am a friend.
- Είμαι φίλος.
- ⮡ -“Who is it?” -“It is me, Paul.
- -«Ποιος είναι;» -«Εγώ, ο Παύλος.»
- ⮡ How old are you?
- Πόσο χρονών είσαι;
- ⮡ Where are you from?
- Από πού είσαι;
- ⮡ I was in love, but not anymore.
- Ήμουν ερωτευμένη, αλλά όχι πια.
- ⮡ Be well!
- Να είσαι καλά!
- ⮡ He was like a brother to me.
- Τον είχα σαν αδερφό σου.
- ⮡ I want to be a doctor.
- Θέλω να γίνω γιατρός.
- ⮡ Don’t be a bad child.
- Μη γίνεσαι κακό παιδί.
- ⮡ Today is Monday.
- είμαι, έχω, χρησιμοποιείται για να περιγράψω μια κατάσταση ή να πω τι σκέφτομαι για αυτήν
- ⮡ We are tired.
- Είμαστε κουρασμένοι.
- ⮡ How are you?
- Πώς είστε/έχετε;
- ⮡ I am right/wrong.
- Έχω δίκιο/άδικο.
- ⮡ I am on good terms with them.
- Τα έχω καλά μαζί τους.
- ⮡ Why are they in mourning?
- Γιατί έχουν πένθος;
- ⮡ It is windy/raining.
- Έχει αέρα/βροχή.
- ⮡ We are in for a storm.
- Θα έχουμε θύελλα.
- ⮡ How is it that you don’t know him?
- Πώς γίνεται να μην τον ξέρεις; (ως απρόσωπο ρήμα)
- ⮡ We are tired.
- (there + is/are/κτλ.) υπάρχει, έχει
- ⮡ I did not know there was food.
- Δεν ήξερα ότι υπήρξε φαγητό.
- ⮡ There are branches all over Greece.
- Υποκαταστήματα υπάρχουν σε όλη την Ελλάδα.
- ⮡ Is there anyone to help me?
- Δεν υπάρχει κανείς να με βοηθήσει;
- ⮡ There are two trees in the yard.
- Στην αυλή έχει δύο δέντρα.
- ⮡ There was once a house here.
- Εδώ είχε κάποτε ένα σπίτι.
- ⮡ -“Is there bread?” -“No, it’s gone.”
- -«Έχει ψωμί;» -«Όχι, τελείωσε.»
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη exist
- ⮡ I did not know there was food.
- (αμετάβατο) είμαι, βρίσκομαι, έρχομαι, είμαι σε ένα τόπο
- ⮡ Where were you yesterday/all morning?
- Πού ήσουν χτες/όλο το πρωί;
- ⮡ I will be with you next year.
- Θα είμαι μαζί σας του χρόνου.
- ⮡ The glass is on the table.
- Το ποτήρι είναι στο τραπέζι.
- ⮡ The factory is near a school.
- Το εργοστάσιο βρίσκεται κοντά σ' ένα σχολείο.
- ⮡ When he opened his eyes, he didn’t know where he was.
- Όταν άνοιξε τα μάτια του, δεν ήξερε που βρισκόταν.
- ⮡ You have to be there every day in the morning.
- Πρέπει να βρίσκεσαι εκεί κάθε μέρα το πρωί.
- ⮡ I will be there in a minute.
- Θα έρθω σ' ένα λεπτό!
- ⮡ Where were you yesterday/all morning?
- (αμετάβατο, be from) είμαι από, χρησιμοποιείται για να πει πού γεννήθηκε κάποιος ή πού είναι το σπίτι του
- ⮡ She is from Greece.
- Είναι από την Ελλάδα.
- ⮡ I am from the US.
- Είμαι από τις ΗΠΑ.
- ⮡ She is from Greece.
- (αμετάβατο) είμαι, γίνομαι, συμβαίνει σε μια στιγμή ή σε ένα μέρος
- ⮡ The party is on Friday.
- Το πάρτι είναι την Παρασκευή.
- ⮡ When is the wedding going to be?
- Πότε είναι να γίνει ο γάμος;
- ⮡ It can’t be before noon.
- Δεν μπορεί να γίνει πριν απο το μεσημερι.
- ⮡ The party is on Friday.
- (αμετάβατο) είμαι, παραμένω σε ένα μέρος
- ⮡ I am here until Christmas.
- Είμαι εδώ μέχρι τα Χριστούγεννα.
- ⮡ I am here until Christmas.
- (αμετάβατο) είμαι, έρχομαι, παρακολουθώ μια εκδήλωση· είμαι παρών σε ένα μέρος
- είμαι, χρησιμοποιείται για να μιλήσω για το χρόνο
- ⮡ It is twenty five to two.
- Είναι δύο παρά εικοσιπέντε.
- ⮡ It is twenty five to two.
- έχω, κοστίζει χρήματα
- ⮡ How much is this book?
- Πόσο έχει αυτό το βιβλίο;
- ⮡ How much is this book?
- κάνω, γίνομαι, είναι ίσο με
- ⮡ Five and five is ten.
- Πέντε και πέντε κάνει δέκα.
- ⮡ We are five with your brother.
- Γινόμαστε πέντε με τον αδερφό σου.
- ⮡ Five and five is ten.
- (αμετάβατο) είμαι, πάω, περνάω, γυρίζω, χρησιμοποιείται μόνο στα perfect tenses, επισκέπτομαι κάπου
- ⮡ I have been in Athens for ten years.
- Είμαι στην Αθήνα δέκα χρόνια.
- ⮡ Where have you been all morning?
- Πού ήσουν όλο το πρωί;
- ⮡ I had been to Paris.
- Είχα πάει στο Παρίσι.
- ⮡ I have been there.
- Έχω πάει εκεί.
- ⮡ Has the mailman been by maybe?
- Μήπως πέρασε ο ταχυδρόμος;
- ⮡ The milkman has just been here.
- Μόλις πέρασε ο γαλατάς.
- ⮡ I have been all over Europe.
- Έχω γυρίσει όλη την Ευρώπη.
- ⮡ Where have you been all day?
- Πού γυρίζεις όλη την ημέρα;
- ⮡ I have been in Athens for ten years.
- (auxiliary verb, + ενεργητική μετοχή του ρήματος) χρησιμοποιείται να σχηματίσει το continuous aspect, είδος χρόνων ρημάτων που δηλώνει η πράξη που γίνεται συνέχεια, παρατεταμένα (→ δείτε τον όρο continuous tenses)
- σχηματίζει τον χρόνο ρήματος το present continuous και το present perfect continuous, δηλώνει κάτι που γίνεται κατ' εξακολούθηση στο παρόν
- ⮡ I am walking to school.
- Περπατάω στο σχολείο.
- ⮡ She is finishing her book.
- Τελειώνει το βιβλίο της.
- ⮡ They are talking with their friends.
- Μιλούν με τους φίλους τους.
- ⮡ He has been snoring and won’t let me sleep!
- Ροχαλίζει και δε μ΄ αφήνει να κοιμηθώ!
- ⮡ I am walking to school.
- σχηματίζει τον χρόνο ρήματος το past continuous και το past perfect continuous
- ⮡ I was walking when I found a dollar.
- Περπατούσα όταν βρήκα ένα δολάριο.
- ⮡ We were talking when he came in.
- Μιλούσαμε όταν μπήκε μέσα.
- ⮡ I had been sleeping when she called me.
- Κοιμόμουν όταν μου τηλεφώνησε.
- ⮡ I was walking when I found a dollar.
- σχηματίζει τον χρόνο ρήματος το future continuous και το future perfect continuous
- ⮡ I will be sleeping when you wake up.
- Θα κοιμάμαι όταν ξυπνήσεις.
- ⮡ When you arrive, I will have been working since four in the morning.
- Όταν φτάσεις, θα δουλεύω από τις τέσσερις το πρωί.
- ⮡ I will be sleeping when you wake up.
- σχηματίζει τον χρόνο ρήματος το present continuous και το present perfect continuous, δηλώνει κάτι που γίνεται κατ' εξακολούθηση στο παρόν
- (auxiliary verb) είμαι, χρησιμοποιείται να σχηματίσει τα question tags
- ⮡ It’s cheap, isn't it?
- Είναι φτηνό, έτσι δεν είναι;
- ⮡ It’s not cheap, is it?
- Δεν είναι φτηνό, έτσι δεν είναι;
- ⮡ The car is going very fast, isn’t it?
- Το αυτοκίνητο πηγαίνει πολύ γρήγορα, δεν πηγαίνει;
- ⮡ The car isn’t going very fast, (or) is it?
- Το αυτοκίνητο δεν πηγαίνει πολύ γρήγορα, ή πηγαίνει;
- ⮡ It’s cheap, isn't it?
- (auxiliary verb, + παθητική μετοχή του ρήματος) χρησιμοποιείται να σχηματίσει την παθητική φωνή (passive voice)
- ⮡ The earth is illuminated by the sun.
- Η γη φωτίζεται από τον ήλιο.
- ⮡ The earth is illuminated by the sun.
- (auxiliary verb) χρησιμοποιείται να αποφύγει την επανάληψη του πρώτου ρήματος στο passive voice ή στα continuous tenses
- ⮡ I was not accepted to the university but my friend was. (=was accepted)
- Δεν έγινα δεκτός στο πανεπιστήμιο αλλά ο φίλος μου έγινε δεκτός.
- ⮡ -“Are you coming with us?” -“No, I am not.” (=“No, I am not coming.”)
- -«θα έρθεις μαζί μας;» -«Όχι, δεν έρχομαι.»
- ⮡ I was not accepted to the university but my friend was. (=was accepted)
- (auxiliary verb, be to) πρέπει να, χρησιμοποιείται για να πει τι πρέπει να γίνει
- ⮡ I am to call them once I reach the airport.
- Πρέπει να τους τηλεφωνήσω μόλις φτάσω στο αεροδρόμιο.
- ⮡ We are to solve this problem.
- Πρέπει να λύσουμε αυτό το πρόβλημα.
- ⮡ I am to call them once I reach the airport.
- (auxiliary verb, be to) είμαι να, πρόκειται να, χρησιμοποιείται για να πει τι έχει κανονιστεί να συμβεί
- ⮡ I am to meet him tomorrow.
- Είμαι να τον συναντήσω αύριο.
- ⮡ He said he was to meet him yesterday.
- Είπε ότι ήταν να τον συναντήσει χτες.
- ⮡ Parliament is to meet the day after tomorrow.
- Μεθαύριο πρόκειται να συνεδριάσει η βουλή.
- ⮡ I am to meet him tomorrow.
- (auxiliary verb, be to) ήταν να, χρησιμοποιείται για να πει τι έγινε αργότερα
- ⮡ It was to turn out bad.
- Ήταν να γίνει το κακό.
- ⮡ It was to turn out bad.
- (auxiliary verb, be not, never κτλ. to) δεν ήταν να, δεν επέπρωτο να, χρησιμοποιείται για να πει τι δεν μπορούσε ή δεν συνέβη
- ⮡ He was never to see his homeland again.
- Δεν ήταν να ξαναδεί την πατρίδα.
- ⮡ He was to never/was not to see her again.
- Δεν επέπρωτο να την ξαναδεί.
- ⮡ He was never to see his homeland again.
- (auxiliary verb, επίσημο, if κάποιος/κάτι were to ή were κάποιος/κάτι to) αν επρόκειτο να
- ⮡ If he were to know…/Were he to know…
- Αν επρόκειτο να μάθει…
- ⮡ If he were to know…/Were he to know…
Κλίση
επεξεργασίαΤο ρήμα to be κλίνεται στον ενεστώτα ως εξής:
I am, You are, He/She/It is, We are, You are, They are.
Και κλίνεται στον αόριστο ως εξής:
I was, You were, He/She/It was, We were, You were, They were.
Σύνθετα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- be (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- be (auxiliary verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 176, 203, 263, 337, 350, 692-695. ISBN 9780194325684., λήμμα: βρίσκω, γυρίζω, είμαι, έρχομαι, έχω, περνώ
Ρουμανικά (ro)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαbe (ro) αρσενικό