exist
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | exist |
γ΄ ενικό ενεστώτα | exists |
αόριστος | existed |
παθητική μετοχή | existed |
ενεργητική μετοχή | existing |
Ρήμα
επεξεργασίαexist (en)
ενεστώτας | exist |
γ΄ ενικό ενεστώτα | exists |
αόριστος | existed |
παθητική μετοχή | existed |
ενεργητική μετοχή | existing |
exist (en)