ενεστώτας occur
γ΄ ενικό ενεστώτα occurs
αόριστος occurred
παθητική μετοχή occurred
ενεργητική μετοχή occurring

occur (en) (επίσημο)

  1. (αμετάβατο) συμβαίνει
    ⮡  When did the accident occur?
    Πότε συνέβη το ατύχημα;
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη happen
  2. βρίσκομαι, εμφανίζομαι, απαντώ, υπάρχω
    ⮡  Mental illness can occur at any age.
    Η ψυχική ασθένεια μπορεί να εμφανιστεί σε οποιαδήποτε ηλικία.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη exist

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία