occur
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | occur |
γ΄ ενικό ενεστώτα | occurs |
αόριστος | occurred |
παθητική μετοχή | occurred |
ενεργητική μετοχή | occurring |
Ρήμα
επεξεργασία- (αμετάβατο) συμβαίνει
- βρίσκομαι, εμφανίζομαι, απαντώ, υπάρχω
Παράγωγα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- occur - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 835. ISBN 9780194325684., λήμμα: συμβαίνω