happen
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | happen |
γ΄ ενικό ενεστώτα | happens |
αόριστος | happened |
παθητική μετοχή | happened |
ενεργητική μετοχή | happening |
Ετυμολογία
επεξεργασία- happen < < (κληρονομημένο) μέση αγγλική happenen < hap / happe + en < παλαιά νορβηγική happ < πρωτογερμανική **hampijaną < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kob- (καλοτυχία, επιτυχία)
Ρήμα
επεξεργασίαhappen (en)
- (αμετάβατο) συμβαίνει, γίνομαι
- ⮡ What happened next?
- Τι συνέβη/έγινε μετά;
- ⮡ Tell me all that happened between you.
- Πες μου όλα όσα συνέβησαν μεταξύ σας.
- ⮡ It happened like this.
- Συνέβη/Έγινε ως εξής.
- ⮡ What has happened to her?
- Τι της έχει συμβεί;
- ⮡ This happens rarely/often.
- Αυτό συμβαίνει σπάνια/συχνά.
- ⮡ How did the accident happen?
- Πώς έγινε το ατύχημα;
- ⮡ Examinations won’t happen this year.
- Δε θα γίνουν εξετάσεις φέτος.
- ⮡ Big deal! As if anything would ever happen!
- Σιγά το πράγμα! Λες και θα γινόταν ποτέ τίποτα!
- ≈ συνώνυμα: come, come about, go on, occur και take place
- ⮡ What happened next?
- (μεταβατικό, happen to be/do something) τυχαίνει να, τυχόν, συμβαίνει να, είμαι ή κάνω κάτι τυχαία
- ⮡ He happens to be my friend.
- Τυχαίνει να είναι φίλος μου.
- ⮡ I happened to be away.
- Έτυχε να λείπω.
- ⮡ I happened to see him yesterday in the street.
- Έτυχε να τον δω χθες στο δρόμο.
- ⮡ If you happen to find him, give it to him.
- Αν τυχόν τον βρεις, να του το δώσεις.
- ⮡ Do you happen to know his new address?
- Μήπως τυχόν ξέρετε την καινούρια του διεύθυνση;
- ⮡ I happened to meet him.
- Συνέβη να τον συναντήσω.
- ⮡ It (just so) happens that I need money.
- Συμβαίνει να έχω ανάγκη χρημάτων.
- ⮡ He happens to be my friend.
Παράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- happen - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 835. ISBN 9780194325684., λήμμα: συμβαίνω