ενεστώτας happen
γ΄ ενικό ενεστώτα happens
αόριστος happened
παθητική μετοχή happened
ενεργητική μετοχή happening

  Ετυμολογία

επεξεργασία
happen < < (κληρονομημένο) μέση αγγλική happenen < hap / happe + en < παλαιά νορβηγική happ < πρωτογερμανική **hampijaną < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kob- (καλοτυχία, επιτυχία)

happen (en)

  1. (αμετάβατο) συμβαίνει, γίνομαι
    ⮡  What happened next?
    Τι συνέβη/έγινε μετά;
    ⮡  Tell me all that happened between you.
    Πες μου όλα όσα συνέβησαν μεταξύ σας.
    ⮡  It happened like this.
    Συνέβη/Έγινε ως εξής.
    ⮡  What has happened to her?
    Τι της έχει συμβεί;
    ⮡  This happens rarely/often.
    Αυτό συμβαίνει σπάνια/συχνά.
    ⮡  How did the accident happen?
    Πώς έγινε το ατύχημα;
    ⮡  Examinations won’t happen this year.
    Δε θα γίνουν εξετάσεις φέτος.
    ⮡  Big deal! As if anything would ever happen!
    Σιγά το πράγμα! Λες και θα γινόταν ποτέ τίποτα!
     συνώνυμα:  come, come about, go on, occur και take place
  2. (μεταβατικό, happen to be/do something) τυχαίνει να, τυχόν, συμβαίνει να, είμαι ή κάνω κάτι τυχαία
    ⮡  He happens to be my friend.
    Τυχαίνει να είναι φίλος μου.
    ⮡  I happened to be away.
    Έτυχε να λείπω.
    ⮡  I happened to see him yesterday in the street.
    Έτυχε να τον δω χθες στο δρόμο.
    ⮡  If you happen to find him, give it to him.
    Αν τυχόν τον βρεις, να του το δώσεις.
    ⮡  Do you happen to know his new address?
    Μήπως τυχόν ξέρετε την καινούρια του διεύθυνση;
    ⮡  I happened to meet him.
    Συνέβη να τον συναντήσω.
    ⮡  It (just so) happens that I need money.
    Συμβαίνει να έχω ανάγκη χρημάτων.

Παράγωγα

επεξεργασία