συμβαίνει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΑυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια, ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης. |
Ετυμολογία
επεξεργασία- συμβαίνει < αρχαία ελληνική συμβαίνει
Ρήμα
επεξεργασίασυμβαίνει, πρτ.: συνέβαινε, στ.μέλλ.: θα συμβεί, αόρ.: συνέβη, (γ' πρόσωπα ενικού ή πληθυντικού), (απρόσωπο ρήμα)
- γίνεται (για ένα γεγονός, πράξη, συμβάν, περιστατικό) απροσδόκητο ή συμπτωματικό
- Δηλαδή πες τα μου απ' την αρχή, πώς ακριβώς συνέβη;
- Τι συμβαίνει εδώ; (τι δεν πάει καλά, τι πάει στραβά ή πάντως με τον υπαινιγμό ότι κάτι δε γίνεται όπως θα έπρεπε)
- Πιστεύουμε ότι αυτά συμβαίνουν πάντα στους άλλους, όμως...
- Μην ανοίγεις την τηλεόραση να πιείς τη μπυρίτσα σου βλέποντας το ματς λες και δεν συνέβη τίποτα
- συχνά για δυσάρεστα γεγονότα που ο άνθρωπος αποδίδει στην "κακιά στιγμή", στη μοίρα, στον Θεό, για τα οποία δε θέλει ή δεν μπορεί ή δε συνηθίζει να καταλογίζει ευθύνη στο άτομο
- Το δυστύχημα συνέβη στο διάζωμα...
- -Μα πώς το έκανες αυτό βρ' αδερφέ; Με την κουνιάδα σου; Χάθηκαν οι γυναίκες; -Τι να σου πω... Συνέβη
- ουδέτερη χρήση για ενημέρωση
- (απρόσωπο): συνέπεσε, έτυχε
- Συνέβη να είμαι εκτάκτως στη δουλειά την Κυριακή όταν πέρασε από το σπίτι κι έτσι δεν τα είπαμε
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συμβαίνει < συμβαίνω, γ' πρόσωπο ("συμβαδίζω, συναντώ, συμπίπτω")
Ρήμα
επεξεργασίασυμβαίνει και γενικά το συμβαίνω σε γ΄ πρόσωπο σε διάφορους χρόνους και εγκλίσεις κυρίως ως απρόσωπο
- αν κάτι τύχει (κακό)
- ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, πρὸς τοὺς πλουσίους... οὓς ἂν αὐτοὶ βούλωνται, δίδονται, καὶ τἀδικήμαθ᾽ ἕωλα τὰ τούτων ὡς ὑμᾶς καὶ ψύχρ᾽ ἀφικνεῖται, τῶν δ᾽ ἄλλων ἡμῶν ἕκαστος, ἄν τι συμβῇ, πρόσφατος κρίνεται : οι πλούσιοι.. διαλέγουν πότε θα δικαστούν και τα αδικήματα σας σερβίρονται μπαγιάτικα και ψυχρά, αλλά αν συμβεί κάτι σε εμάς <τους υπόλοιπους> αναγκαστικά δικαζόμαστε αμέσως <με το αδίκημα νωπό>
- συμπίπτει, τυχαίνει, γίνεται όταν,
- ὅτι πεπορισμένου τοῦ ἀργυρίου ὃ ἔμελλον αὐτῷ ἐκτίνειν συμβέβηκέ μοι τριηραρχία : και πάνω που είχα μαζέψει τα λεφτά για να του τα δώσω, μου έλαχε τριηραρχία
- καὶ αὐτῷ φεύγοντι Ὀλυμπιάδα ἀνελέσθαι τεθρίππῳ συνέβη : και την εποχή που ήταν καταδικασμένος σε εξορία, είχε νικήσει στην Ολυμπιάδα στο τέθριππο
- μου συμβαίνει ατυχία ή κάτι τυχερό, πέφτει στον κλήρο μου, μου τυχαίνει, με βρίσκει
- τὰ δ᾽ αὖ Διὸς βουλεύματ᾽ ἄλλα τοῖσδε συμβαίνει κακοῖς: και μετά ο Δίας με τα σχέδιά του πρόσθεσε κι άλλους μπελάδες
- ἐὰν μὴ θεία τις συμβῇ τύχη : εκτός κι αν έχουμε θεία παρέμβαση, θεϊκή συγκυρία
- όταν έρθει η ώρα
- εἴτ᾽ αὖ καὶ ἀποχωρεῖν καιρὸς συμβαίνοι, φρονίμως ἀφηγούμενος μᾶλλον ἄν, ὡς τὸ εἰκός, σῴζοι τοὺς φυλέτα. : κι αν έρθει η ώρα να αποχωρήσει, με φρόνηση θα...
- είμαι το αποτέλεσμα μιας ενέργειας, το επακόλουθο
- οἱ μὲν τὰ σώματα χείρω ἔχωσι δαπανῶντες ἐς τοιαῦτα ἀφ᾽ ὧν ἡ ἀσθένεια ξυμβαίνει : θα έφθειραν τον οργανισμό τους γιατί θα ξόδευαν τα λεφτά τους σε εκείνα που προκαλούν ασθένειες
Συγγενικά
επεξεργασία- σύμβασις
- σύμβαμα
- συμβασείω
- συμβατικός
- συμβατήριος
- συμβάν (το γεγονός) συμβάντα (τα γεγονότα)
- το συμβεβηκός (το τυχαίο γεγονός, η σύμπτωση)