ματς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ματς < αγγλική match < μέση αγγλική macche < αγγλοσαξονικά mæcca < ġemæcca (σύντροφος, συμβία)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαματς ουδέτερο άκλιτο
- (αθλητισμός) (αθλητικός) αγώνας
- (μεταφορικά) (οικείο) καβγάς