Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
match matches

match (en)

  1. (μετρήσιμο, αθλητισμός, ειδικά βρετανικά αγγλικά) ο αγώνας, το ματς
    a soccer match - ποδοσφαιρικός αγώνας
    a wrestling/boxing match - αγώνας πάλης/πυγμαχίας
  2. (μόνο ενικός) ταιριάζω, ταιριασμένος, άτομο ή πράγμα που συνδυάζεται καλά με κάποιον ή κάτι άλλο
    These colors are a beautiful match for each other.
    Τα χρώματα αυτά ταιριάζουν όμορφα μεταξύ τους.
    They broke up because they weren’t a good match.
    Χώρισαν γιατί δεν ταίριαζαν.
    They are a good match.
    Είναι ταιριασμένοι.
  3. (μετρήσιμο) το ταίρι, η αντιστοίχιση, ένα πράγμα που είναι ακριβώς το ίδιο ή πολύ παρόμοιο με κάτι άλλο
    I lost the match to this glove/this shoe.
    Έχασα το ταίρι αυτού του γαντιού/παπουτσιού.
    I can’t find the match to my sock.
    Δε βρίσκω το ταίρι της κάλτσας μου.
    exact match - ακριβής αντιστοίχιση
  4. (μετρήσιμο) το σπίρτο, το πυρείον
    a box of matches - ένα κουτί σπίρτα/σπίρτων
    a live match - αχρησιμοποίητο σπίρτο
    a burnt-out match - ένα καμμένο σπίρτο
    I strike a match.
    Ανάβω ένα σπίρτο.
  5. (παρωχημένο) ο γάμος
ενεστώτας match
γ΄ ενικό ενεστώτα matches
αόριστος matched
παθητική μετοχή matched
ενεργητική μετοχή matching

match (en)

  1. (μεταβατικό) ταιριάζω, βρίσκω κάποιον ή κάτι που ταιριάζει ή συνδέεται με άλλο άτομο ή πράγμα
    I can’t find a lid that matches the container.
    Δε βρίσκω καπάκι που να ταιριάζει στο δοχείο.
    The player is matching pieces of the puzzle.
    Ο παίκτης ταιριάζει κομματάκια του παζλ.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) αντιστοιχώ, κάποια πράγματα είναι ίδια ή πολύ παρόμοια
    If your numbers don’t match with mine…
    Αν οι αριθμοί σου δεν αντιστοιχούν με τους δικούς μου…
    The goods don’t match the samples.
    Τα εμπορεύματα δεν αντιστοιχούν στα δείγματα.
  3. (μεταβατικό και αμετάβατο) ταιριάζω, συνταιριάζω, κάποια πράγματα φαίνονται καλά μαζί
    I match the curtains with the rugs.
    Ταιριάζω τις κουρτίνες με τα χαλιά.
    The wallpaper matches the curtains.
    Η ταπετσαρία ταιριάζει με τις κουρτίνες.
    The curtains don’t match the carpets.
    Οι κουρτίνες δεν συνταιριάζονται με τα χαλιά.
     συνώνυμα: go
  4. (μεταβατικό) βγαίνω, συναγωνίζομαι, είμαι τόσο καλός, ενδιαφέρον, επιτυχημένος κτλ. όσο κάποιος/κάτι άλλο
    No one matches him in speed.
    Κανένας δεν του βγαίνει στην ταχύτητα.
    Nobody can match him in quality/in speed.
    Κανείς δεν μπορεί να τον συναγωνιστεί σε ποιότητα/σε ταχύτητα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη rival

Δείτε επίσης

επεξεργασία



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
match matchs

match (fr) αρσενικό

Σημειώσεις

επεξεργασία
Ο πληθυντικός της παραδοσιακής ορθογραφίας ήταν (και είναι): matches.