match
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
match | matches |
match (en)
- (μετρήσιμο, αθλητισμός, ειδικά βρετανικά αγγλικά) ο αγώνας, το ματς
- ↪ a soccer match - ποδοσφαιρικός αγώνας
- ↪ a wrestling/boxing match - αγώνας πάλης/πυγμαχίας
- (μόνο ενικός) ταιριάζω, ταιριασμένος, άτομο ή πράγμα που συνδυάζεται καλά με κάποιον ή κάτι άλλο
- ↪ These colors are a beautiful match for each other.
- Τα χρώματα αυτά ταιριάζουν όμορφα μεταξύ τους.
- ↪ They broke up because they weren’t a good match.
- Χώρισαν γιατί δεν ταίριαζαν.
- ↪ They are a good match.
- Είναι ταιριασμένοι.
- ↪ These colors are a beautiful match for each other.
- (μετρήσιμο) το ταίρι, η αντιστοίχιση, ένα πράγμα που είναι ακριβώς το ίδιο ή πολύ παρόμοιο με κάτι άλλο
- ↪ I lost the match to this glove/this shoe.
- Έχασα το ταίρι αυτού του γαντιού/παπουτσιού.
- ↪ I can’t find the match to my sock.
- Δε βρίσκω το ταίρι της κάλτσας μου.
- ↪ exact match - ακριβής αντιστοίχιση
- ↪ I lost the match to this glove/this shoe.
- (μετρήσιμο) το σπίρτο, το πυρείον
- ↪ a box of matches - ένα κουτί σπίρτα/σπίρτων
- ↪ a live match - αχρησιμοποίητο σπίρτο
- ↪ a burnt-out match - ένα καμμένο σπίρτο
- ↪ I strike a match.
- Ανάβω ένα σπίρτο.
- (παρωχημένο) ο γάμος
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | match |
γ΄ ενικό ενεστώτα | matches |
αόριστος | matched |
παθητική μετοχή | matched |
ενεργητική μετοχή | matching |
match (en)
- (μεταβατικό) ταιριάζω, βρίσκω κάποιον ή κάτι που ταιριάζει ή συνδέεται με άλλο άτομο ή πράγμα
- ↪ I can’t find a lid that matches the container.
- Δε βρίσκω καπάκι που να ταιριάζει στο δοχείο.
- ↪ The player is matching pieces of the puzzle.
- Ο παίκτης ταιριάζει κομματάκια του παζλ.
- ↪ I can’t find a lid that matches the container.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) αντιστοιχώ, κάποια πράγματα είναι ίδια ή πολύ παρόμοια
- ↪ If your numbers don’t match with mine…
- Αν οι αριθμοί σου δεν αντιστοιχούν με τους δικούς μου…
- ↪ The goods don’t match the samples.
- Τα εμπορεύματα δεν αντιστοιχούν στα δείγματα.
- ↪ If your numbers don’t match with mine…
- (μεταβατικό και αμετάβατο) ταιριάζω, συνταιριάζω, κάποια πράγματα φαίνονται καλά μαζί
- (μεταβατικό) βγαίνω, συναγωνίζομαι, είμαι τόσο καλός, ενδιαφέρον, επιτυχημένος κτλ. όσο κάποιος/κάτι άλλο
Δείτε επίσης
επεξεργασία- match (disambiguation) στην αγγλική Βικιπαίδεια
Πηγές
επεξεργασία- match (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- match (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 9, 81, 162, 809, 841, 851, 864-865, 865. ISBN 9780194325684., λήμμα: αγώνας, αντιστοιχώ, βγαίνω, σπίρτο, συναγωνίζομαι, συνταιριάζω, ταίρι, ταιριάζω
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
match | matchs |
match (fr) αρσενικό
- (αθλητισμός) ο αγώνας, το ματς, το παιχνίδι
Σημειώσεις
επεξεργασία- Ο πληθυντικός της παραδοσιακής ορθογραφίας ήταν (και είναι): matches.