Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

συνταιριάζω < συν- + ταιριάζω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /sin.deɾˈʝa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συ‐νται‐ριά‐ζω
παλιότερος συλλαβισμός: συν‐ται‐ριά‐ζω

  Ρήμα επεξεργασία

συνταιριάζω, αόρ.: συνταίριασα, παθ.φωνή: συνταιριάζομαι, π.αόρ.: συνταιριάστηκα, μτχ.π.π.: συνταιριασμένος

  • συνδυάζω μεταξύ τους ανόμοια πράγματα, πρόσωπα ώστε να δίνουν αρμονικό αποτέλεσμα

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη ταίρι

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία