συνταίριασμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συνταίριασμα < (συνταιριάζω) συνταιριασ- + -μα. Αναλύεται σε συν- + ταίριασμα
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυνταίριασμα ουδέτερο
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του συνταιριάζω
- → δείτε και τη λέξη συνδυασμός
- ⮡ συνταίριασμα αντιθετικών στοιχείων
Μεταφράσεις
επεξεργασία συνταίριασμα
|