Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο συνδυασμός οι συνδυασμοί
      γενική του συνδυασμού των συνδυασμών
    αιτιατική τον συνδυασμό τους συνδυασμούς
     κλητική συνδυασμέ συνδυασμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συνδυασμός < αρχαία ελληνική συνδυασμός < συνδυάζω < σύν + δυάζω < δύο < πρωτοελληνική *dúwō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dwóh₁ (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική combinaison ή αγγλική combination)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /sin.ði.aˈzmos/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συνδυασμός αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία