πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο συσχετισμός οι συσχετισμοί
      γενική του συσχετισμού των συσχετισμών
    αιτιατική τον συσχετισμό τους συσχετισμούς
     κλητική συσχετισμέ συσχετισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

συσχετισμός αρσενικό

  1. ο καθορισμός της σχέσης μεταξύ δύο ή περισσοτέρων πραγμάτων
    συσχετισμός δυνάμεων
    συσχετισμός ισχύος
     συνώνυμα: συσχέτιση
  2. η αμοιβαία σχέση ή σύγκριση μεταξύ δύο πραγμάτων
    υπάρχει συσχετισμός μεταξύ της τιμής του πετρελαίου και του φυσικού αερίου

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. συσχετισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)