συσχετισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συσχετισμός < συσχετισ- (συσχετίζω < (συν-) συ- + σχετίζω) + -μός[1]. (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική corrélation [2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /si.sçe.tiˈzmos/
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυσχετισμός αρσενικό
- ο καθορισμός της σχέσης μεταξύ δύο ή περισσοτέρων πραγμάτων
- η αμοιβαία σχέση ή σύγκριση μεταξύ δύο πραγμάτων
- υπάρχει συσχετισμός μεταξύ της τιμής του πετρελαίου και του φυσικού αερίου
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία συσχετισμός
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ συσχετισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)