Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
rapport rapports

rapport (fr) αρσενικό

  1. η σχέση, το νταραβέρι
  2. ο συσχετισμός
  3. η εισήγηση