αμοιβαίος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αμοιβαίος < αρχαία ελληνική ἀμοιβαῖος,α, ον < ἀμοιβή
ΕπίθετοΕπεξεργασία
αμοιβαίος -α -ο
- που ενέχει ανταπόδοση (για αφηρημένες έννοιες)
- αμοιβαίες υποχωρήσεις, φιλοφρονήσεις, αμοιβαία αισθήματα, αμοιβαία αντιπάθεια