αμοιβαία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αμοιβαία < αμοιβαίος
Επίρρημα
επεξεργασία
αμοιβαία και αμοιβαίως
- με αμοιβαίο τρόπο, με αμοιβαιότητα, με ανταπόδοση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αμοιβαία
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασία
αμοιβαία
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του αμοιβαίος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αμοιβαίος