πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανταπόδοση οι ανταποδόσεις
      γενική της ανταπόδοσης* των ανταποδόσεων
    αιτιατική την ανταπόδοση τις ανταποδόσεις
     κλητική ανταπόδοση ανταποδόσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ανταποδόσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /an.daˈpo.ðo.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ανταπόδοση

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ανταπόδοση θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία