ανταποδίδω
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ανταποδίδω < αρχαία ελληνική ἀνταποδίδωμι < δίδωμι
ΡήμαΕπεξεργασία
ανταποδίδω
- κάνω το ίδιο ή κάτι ανάλογο προς κάτι που μου έκανε κάποιος άλλος
- Δε δεχόταν να έρθει για τσάι επειδή του ήταν αδύνατο να ανταποδώσει την πρόσκληση. (Στρατής Τσίρκας, Αριάγνη)
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- ανταπόδοση
- → δείτε τις λέξεις αντί, αποδίδω και δίνω