reciprocate
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | reciprocate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | reciprocates |
αόριστος | reciprocated |
παθητική μετοχή | reciprocated |
ενεργητική μετοχή | reciprocating |
Ρήμα
επεξεργασίαreciprocate (en)
- ανταποδίδω
- ↪ I reciprocate a visit/someone's greeting/someone's compliments.
- Ανταποδίδω μια επίσκεψη/το χαιρετισμό/τα κομπλιμέντα κάποιου.
- ↪ I reciprocate the love/the good wishes to someone.
- Ανταποδίδω την αγάπη/τις ευχές κάποιου.
- ↪ I reciprocate the favor.
- Ανταποδίδω την εξυπηρέτηση.
- ↪ I reciprocate a visit/someone's greeting/someone's compliments.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 74. ISBN 9780194325684., λήμμα: ανταποδίδω