Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ʁɑ̃dʁ/
 

rendre (fr)

  1. καθιστώ, επιτρέπω σε κάτι να γίνει πραγματικότητα
    suite à notre discussion téléphonique, les choses ont été rendues possibles
    κατόπιν της τηλεφωνικής μας συνδιάλλεξης, τα πράγματα κατέστησαν δυνατά
  2. παραδίδω
    il a rendu son travail dans les temps
    παρέδωσε την εργασία του έγκαιρα
  3. επιστρέφω, ανταποδίδω
  4. κάνω εμετό, ξερνώ, εμώ, εξεμώ
  1. πηγαίνω κάπου, μεταβαίνω
    chaque matin, il se rend à son travail à sept heures
    κάθε πρωί, πηγαίνει στη δουλειά του στις εφτά
  2. παραδίδομαι
    après trois heures de tractations, il s'est rendu à la police
    μετά τρεις ώρες διαπραγματεύσεων, παραδόθηκε στην αστυνομία