αντωνυμικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αντωνυμικός < (ελληνιστική κοινή) ἀντωνυμικός < ἀντωνυμία
Επίθετο
επεξεργασία
αντωνυμικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με αντωνυμίες ή αναφέρεται σ’ αυτές
- που έχει σχέση με αντώνυμα ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αντωνυμικός
|