παραδίδω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παραδίδω < μεσαιωνική ελληνική παραδίδω < αρχαία ελληνική παραδίδωμι < παρά + δίδωμι
Ρήμα
επεξεργασίαπαραδίδω (παθητική φωνή: παραδίδομαι)
- δίνω κάτι που έχω σε άλλον, το παρέχω, το μεταβιβάζω, το εμπιστεύομαι
- δίνω κάποιον που ελέγχω σε άλλους για τα περαιτέρω
- διδάσκω
- καταδίδω
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παραδίδω | παρέδιδα | θα παραδίδω | να παραδίδω | παραδίδοντας | |
β' ενικ. | παραδίδεις | παρέδιδες | θα παραδίδεις | να παραδίδεις | παράδιδε | |
γ' ενικ. | παραδίδει | παρέδιδε | θα παραδίδει | να παραδίδει | ||
α' πληθ. | παραδίδουμε | παραδίδαμε | θα παραδίδουμε | να παραδίδουμε | ||
β' πληθ. | παραδίδετε | παραδίδατε | θα παραδίδετε | να παραδίδετε | παραδίδετε | |
γ' πληθ. | παραδίδουν(ε) | παρέδιδαν παραδίδαν(ε) |
θα παραδίδουν(ε) | να παραδίδουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | παρέδωσα | θα παραδώσω | να παραδώσω | παραδώσει | ||
β' ενικ. | παρέδωσες | θα παραδώσεις | να παραδώσεις | παράδωσε | ||
γ' ενικ. | παρέδωσε | θα παραδώσει | να παραδώσει | |||
α' πληθ. | παραδώσαμε | θα παραδώσουμε | να παραδώσουμε | |||
β' πληθ. | παραδώσατε | θα παραδώσετε | να παραδώσετε | παραδώστε | ||
γ' πληθ. | παρέδωσαν παραδώσαν(ε) |
θα παραδώσουν(ε) | να παραδώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω παραδώσει | είχα παραδώσει | θα έχω παραδώσει | να έχω παραδώσει | ||
β' ενικ. | έχεις παραδώσει | είχες παραδώσει | θα έχεις παραδώσει | να έχεις παραδώσει | έχε παραδομένο | |
γ' ενικ. | έχει παραδώσει | είχε παραδώσει | θα έχει παραδώσει | να έχει παραδώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε παραδώσει | είχαμε παραδώσει | θα έχουμε παραδώσει | να έχουμε παραδώσει | ||
β' πληθ. | έχετε παραδώσει | είχατε παραδώσει | θα έχετε παραδώσει | να έχετε παραδώσει | έχετε παραδομένο | |
γ' πληθ. | έχουν παραδώσει | είχαν παραδώσει | θα έχουν παραδώσει | να έχουν παραδώσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) παραδομένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) παραδομένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) παραδομένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) παραδομένο |
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία παραδίδω
διδάσκω
→ δείτε τη λέξη διδάσκω |
καταδίδω
→ δείτε τη λέξη καταδίδω |