εμπιστεύομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εμπιστεύομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐμπιστεύομαι[1] < ἐν (εμ-) + πιστεύω -ομαι
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /em.biˈste.vo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐μπι‐στεύ‐ο‐μαι
- παλιότερος συλλαβισμός : εμ‐πι‐στεύ‐ο‐μαι
Ρήμα επεξεργασία
εμπιστεύομαι, π.αόρ.: εμπιστεύτηκα/εμπιστεύθηκα (αποθετικό ρήμα)
- (με αιτιατική προσώπου) έχω εμπιστοσύνη σε κάποιον
- ↪ δεν μπορεί κανείς να τον εμπιστευτεί, δεν τηρεί ποτέ το λόγο του
- (με αιτιατική και γενική ή εμπρόθετο) αφήνω κάτι στη φύλαξη κάποιου στον οποίο έχω εμπιστοσύνη
- ↪ ο καταζητούμενος εξαπάτησε πολλούς που του εμπιστεύτηκαν τα χρήματά τους
- (μεταφορικά) φανερώνω ένα μυστικό σε κάποιον
- ↪ του εμπιστεύτηκα κάτι και το είπε σε όλο τον κόσμο
Συγγενικά επεξεργασία
Κλίση επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εμπιστεύομαι
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ εμπιστεύομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας