εμπιστεύομαι
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- εμπιστεύομαι < ελληνιστική ἐμπιστεύομαι < ἐν + πιστεύω
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɛɱ.bi.ˈstɛ.vɔ.mɛ/
ΡήμαΕπεξεργασία
εμπιστεύομαι
- (με αιτιατική προσώπου) έχω εμπιστοσύνη σε κάποιον
- δεν μπορεί κανείς να τον εμπιστευτεί, δεν τηρεί ποτέ το λόγο του
- (με αιτιατική και γενική ή εμπρόθετο) αφήνω κάτι στη φύλαξη κάποιου στον οποίο έχω εμπιστοσύνη
- ο καταζητούμενος εξαπάτησε πολλούς που του εμπιστεύτηκαν τα χρήματά τους
- (μεταφορικά) φανερώνω ένα μυστικό σε κάποιον
- του εμπιστεύτηκα κάτι και το είπε σε όλο τον κόσμο
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
εμπιστεύομαι