μπιστεμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μπιστεμένος < → λείπει η ετυμολογία
Μετοχή επεξεργασία
μπιστεμένος, -η, -ο
- που τον εμπιστεύεται κάποιος
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μπιστεμένος
|
μπιστεμένος, -η, -ο
|