έμπιστος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- έμπιστος < (διαχρονικό) μεσαιωνική ελληνική ἔμπιστος[1] < αρχαία ελληνική ἐν + πιστός (έμ- + πίστ(η) + -ος)
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈem.bi.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έ‐μπι‐στος
- παλαιός συλλαβισμός : έμ‐πι‐στος
ΕπίθετοΕπεξεργασία
έμπιστος, -η, -ο
- που τον εμπιστευόμαστε
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- ↑ «έμπιστος» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.