μπιστεμένων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία
μπιστεμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του μπιστεμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του μπιστεμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του μπιστεμένος
μπιστεμένων