↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εμπιστευτικός η εμπιστευτική το εμπιστευτικό
      γενική του εμπιστευτικού της εμπιστευτικής του εμπιστευτικού
    αιτιατική τον εμπιστευτικό την εμπιστευτική το εμπιστευτικό
     κλητική εμπιστευτικέ εμπιστευτική εμπιστευτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εμπιστευτικοί οι εμπιστευτικές τα εμπιστευτικά
      γενική των εμπιστευτικών των εμπιστευτικών των εμπιστευτικών
    αιτιατική τους εμπιστευτικούς τις εμπιστευτικές τα εμπιστευτικά
     κλητική εμπιστευτικοί εμπιστευτικές εμπιστευτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εμπιστευτικός < εμπιστεύ(ομαι) + -τικός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /em.bi.ste.ftiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐μπι‐στευ‐τι‐κός
ομόηχο: εμπιστευτικώς

  Επίθετο

επεξεργασία

εμπιστευτικός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία