εχέμυθος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | εχέμυθος | η | εχέμυθη | το | εχέμυθο |
γενική | του | εχέμυθου | της | εχέμυθης | του | εχέμυθου |
αιτιατική | τον | εχέμυθο | την | εχέμυθη | το | εχέμυθο |
κλητική | εχέμυθε | εχέμυθη | εχέμυθο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | εχέμυθοι | οι | εχέμυθες | τα | εχέμυθα |
γενική | των | εχέμυθων | των | εχέμυθων | των | εχέμυθων |
αιτιατική | τους | εχέμυθους | τις | εχέμυθες | τα | εχέμυθα |
κλητική | εχέμυθοι | εχέμυθες | εχέμυθα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εχέμυθος < (ελληνιστική κοινή) ἐχέμυθος < αρχαία ελληνική ἔχω + μῦθος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /eˈçe.mi.θos/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /eˈçe.mi.θi/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /eˈçe.mi.θo/ ουδέτερο
Επίθετο
επεξεργασίαεχέμυθος, -η, -ο
- που κρατάει μυστικά, που μπορεί κάποιος να του εκμυστηρεύεται πράγματα
- Η ανασφάλεια για την εξέλιξη της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα και η ενδεχόμενη επιστροφή στη δραχμή οδήγησε πολλούς Eλληνες στον εκπατρισμό των χρημάτων τους προς πιο ασφαλείς προορισμούς. Ένας από αυτούς είναι και η Ελβετία, παραδοσιακός τόπος υποδοχής των ελληνικών καταθέσεων, που χαρακτηρίζεται διαχρονικά από τη διακριτική μεταχείριση των χρημάτων και την εχέμυθη αντιμετώπιση των ιδιοκτητών τους. (*)