Δείτε επίσης: μύθος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μῦθος οἱ μῦθοι
      γενική τοῦ μύθου τῶν μύθων
      δοτική τῷ μύθ τοῖς μύθοις
    αιτιατική τὸν μῦθον τοὺς μύθους
     κλητική ! μῦθε μῦθοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μύθω
γεν-δοτ τοῖν  μύθοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μῦθος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *mēwdʰ-προελληνική ) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μῦθος αρσενικό

  1. ομιλία, λόγος, λέξη, συνομιλία
  2. συμβουλή
  3. διαταγή
  4. υπόσχεση
  5. μύθος
  6. αφήγηση
  7. φήμη
  8. απόφθεγμα
  9. πληροφορία
  10. επανάσταση

Εκφράσεις

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

και

  • (Χρειάζεται κεντρικό ετυμολογία πεδίο)

Απόγονοι

επεξεργασία

μῦθος (αρχαία ελληνικά)

νέα ελληνικά: μύθος
αγγλικά: myth
λατινικά: mythos
γαλλικά: mythe
γαλλικά: mito
ρωσικά: миф (mif)