μῦθος
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | μῦθος | μύθω | μῦθοι |
Γενική | μύθου | μύθοιν | μύθων |
Δοτική | μύθῳ | μύθοιν | μύθοις |
Αιτιατική | μῦθον | μύθω | μύθους |
Κλητική | μῦθε | μύθω | μῦθοι |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μῦθος < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *mēwdʰ- (ή προελληνική)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
μῦθος αρσενικό
- ομιλία, λόγος
- λέξη
- συνομιλία
- συμβουλή
- διαταγή
- υπόσχεση
- μύθος
- αφήγηση
- φήμη
- απόφθεγμα
- πληροφορία
- επανάσταση