υπόσχεση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υπόσχεση | οι | υποσχέσεις |
γενική | της | υπόσχεσης* | των | υποσχέσεων |
αιτιατική | την | υπόσχεση | τις | υποσχέσεις |
κλητική | υπόσχεση | υποσχέσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, υποσχέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- υπόσχεση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑπόσχεσις < ὑπισχνέομαι < ὑπό + ἴσχω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /iˈpo.sçe.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πό‐σχε‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυπόσχεση θηλυκό
- η διαβεβαίωση που δίνει κάποιος (οικειοθελώς ή όχι) ότι θα πραγματοποιήσει κάτι
- ↪ Σου έδωσα μια υπόσχεση και θα την τηρήσω
Εκφράσεις
επεξεργασία- αφήνω / δίνω υποσχέσεις : προκαλώ την εντύπωση θετικών μελλοντικών εξελίξεων